- ἐναυλιστήριος
- ἐναυλ-ιστήριος, ον,A habitable,
ἄντρον AP6.219.13
(Antip.(?)).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄντρον AP6.219.13
(Antip.(?)).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναυλιστήριος — ἐναυλιστήριος, ον (Α) ο κατοικήσιμος … Dictionary of Greek
ἐναυλιστήριον — ἐναυλιστήριος habitable masc/fem acc sg ἐναυλιστήριος habitable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναυλιστήρια — ἐναυλιστήριος habitable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)